- χηλεύει
- χηλεύωnetpres ind mp 2nd sgχηλεύωnetpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χηλεύω — Α [χηλή] 1. πλέκω, κατασκευάζω δίχτυ 2. (κατά τον Ησύχ.) «χηλεύει ῥάπτει, πλέκει» 3. φρ. «κεχήλευμαι πόδας» μού έχουν ράψει τα δύο πόδια μαζί (Τραγ. Αδέσπ.) … Dictionary of Greek